- ἄψυχοι
- ἄψῡχοι , ἄψυχοςlifelessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλογεώδης — ῶδες, Μ ο πλασμένος από γήινη ύλη («ὑλογεώδεις ἄψυχοι οἱ θεοὶ χρηματίζοντες», Ιωάνν. Μον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + γεώδης] … Dictionary of Greek